- αμφίδασυς
- ἀμφίδασυς, -εια, -υ (Α)αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + δασύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιδάσεια — ἀμφίδασυς shaggy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδάσειαν — ἀμφίδασυς shaggy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδασείας — ἀμφιδασείᾱς , ἀμφίδασυς shaggy fem acc pl ἀμφιδασείᾱς , ἀμφίδασυς shaggy fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek